- ξώφαρσος
- -η, -οεπιφανειακός, ξώπετσος, επιπόλαιος.επίρρ...ξώφαρσαεπιφανειακά, ξώπετσα, ξυστά.[ΕΤΥΜΟΛ. < έξω + φάρσος «πλευρά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξώφαλτσος — η, ο επιφανειακός, ξώπετσος. επίρρ... ξώφαλτσα 1. επιφανειακά, ξυστά 2. μτφ. ακίνδυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξώφαρσος, με παρετυμολ. επίδραση τού φάλτσος «λοξός, στραβός»] … Dictionary of Greek